- αναιρέσιμος
- -η, -οαυτός που μπορεί να αναιρεθεί, να ανακληθεί: Η απόφαση αυτή του δικαστηρίου είναι αναιρέσιμη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναιρέσιμος — η, ο 1. αυτός που επιδέχεται δικαστική αναίρεση, που είναι δυνατόν να ανακληθεί, ο ακυρώσιμος 2. αυτός που μπορεί να τόν αναιρέσει κανείς, ο διαψεύσιμος 3. αυτός που μπορεί να τόν αθετήσει κανείς, ο αθετήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίρεση ( ις) ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
αναίρεση — (Νομ.).Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην ακύρωση των αποφάσεων των τακτικών δικαστηρίων ή άλλων δικαιοδοτικών οργάνων εξαιτίας ανακριβούς εφαρμογής του νόμου και η οποία ασκείται ενώπιον ανωτάτων δικαστηρίων. Το ένδικο μέσο της α. προσφέρεται και σε … Dictionary of Greek
ανακλητός — Όνομα δύο παπών της Ρώμης. 1. Α. Α’ (ή Ανέγκλητος). Αθηναίος, γιος του φιλόσοφου Αντίοχου. Διετέλεσε επίσκοπος της Ρώμης στο τέλος του 1ου αι., δεύτερος στη σειρά μετά τον Αίνο. Μαρτύρησε στους διωγμούς των χριστιανών και η Δυτ. Εκκλησία τον τιμά … Dictionary of Greek